- σφενδονίζω
- ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν [σφενδόνη]ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνανεοελλ.ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζωμσν.παθ. σφενδονίζομαιστολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῡ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).
Dictionary of Greek. 2013.